Πριν διαβάσετε την εκπληκτική ιστορία μιας φιλόδοξης και πετυχημένης χήρας, ξεκινάμε με μαθήματα γαλλικών:
Veuve: Χήρα
Clicquot, Francois: Νεαρός, φιλόδοξος οινοποιός, γόνος εύπορης οικογένειας, που πέθανε μικρός.
Veuve Clicquot: σημαίνει η «Χήρα του Clicquot» και εμπορικά είναι η δεύτερη σαμπάνια στον κόσμο, με ετήσιες πωλήσεις περίπου 1,5 εκατομμύριο φιάλες σε όλο τον κόσμο.
Πίσω από όλα αυτά τα γαλλικά όμως, υπάρχει μία ανατρεπτική ιστορία ζωής και μία δυναμική γυναίκα, που επέβαλε τη σαμπάνια στα βασιλικά σαλόνια.
Η χήρα που του Clicquot,
Η Barbe-Nicole, κόρη του Philippe Ponsardin, γνωστού, βιομήχανου υφασμάτων στη μικρή πόλη Ρεμς της Γαλλίας, γεννήθηκε λίγο πριν τη γαλλική επανάσταση, σε έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια, που στράφηκε κατά της Μοναρχίας. Έτσι οι Ponsardin, αν και Αριστοκράτες, πέρασαν στα μαλακά μέσα από τις βιαιότητες της Γαλλικής Επανάστασης.
Η Barbe-Nicole παντρεύτηκε τον Francois, γιο του επίσης βιομήχανου γείτονα, που από ανταγωνιστής έγινε συνέταιρος. Οι γάμοι έγιναν το 1798. Μπορεί να μην υπήρχε έρωτας, αλλά τους ένωσε η αγάπη για την επιχειρηματικότητα.
Ο Francois, ήταν ένας φιλόδοξος νέος, που δεν ήθελε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με τα υφάσματα. Φλερτάριζε με την οινοποιεία και αποφάσισε να ζητήσει τα ηνία μιας μικρής επιχείρησης, που ανήκε στο δυναμικό της οικογένειας, αλλά ήταν εντελώς παραμελημένη.
Τα σχέδιά του προκάλεσαν τη μήνιν του πατρός, καθώς οι καιροί ήταν χαλεποί και ξεκινούσαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Τα κρασιά, θεωρήθηκαν λοιπόν, ραπανάκια για την όρεξη, αλλά ο πατήρ υπέκυψε και υποχώρησε. Το νεαρό ζεύγος είχε πάθος και τόλμη, ίσως και την ελαφρότητα της νεαρής ηλικίας τους.
Η γιαγιά της Barbe-Nicole, τους μετέδωσε την τεχνογνωσία, που είχε από την οικογένειά της και έστησαν το «μαγαζάκι» τους, βλέποντας, μαθαίνοντας και κάνοντας. Όμως, το 1805, 6 χρόνια μετά από τον γάμο τους, ο Francois αρρώστησε, παρουσίασε υψηλό πυρετό και μέσα σε 12 ημέρες, πέθανε.
Κάποιοι μίλησαν για αυτοκτονία, λόγω της απογοήτευσης του για τα σχέδια που δεν «του βγήκαν», άλλοι για τύφο.
Βαρύ πένθος έπεσε στις δύο οικογένειες, και ο πατέρας του αποφάσισε να κλείσει την οινοποιεία, θεωρώντας την υπεύθυνη για την κατάρρευση του μοναχογιού του.
Η νύφη του όμως ήταν τολμηρή και αποφασιστική. Ζήτησε από τον δαιμόνιο και δύστροπο πεθερό, να επενδύσει στην επιχείρηση της ένα εκατομμύριο δολάρια (σε σημερινές τιμές) και να ρισκάρει για το όραμα του γιού του… Η νεαρή χήρα τον έπεισε.
Μοναδικός όρος που της έθεσε ο πεθερός ήταν να συνεταιριστεί, για ένα διάστημα, με τον διάσημο παραγωγό σαμπάνιας, της εποχής, Alexandre Fourneaux, να μάθει τη δουλειά και αν αξίζει, να πορευθεί στη συνέχεια, μόνη. Ο συνεταιρισμός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά η τολμηρή Barbe-Nicole ξαναχτύπησε την πόρτα του πεθερού, σε αναζήτηση νέου δανείου. Το οποίο και πήρε τελικά.
Εκείνη την εποχή τελειώνει ο πόλεμος. Και η επιχείρηση βρίσκεται πριν τη χρεοκοπία. Στα κελάρια της χήρας βρίσκεται όμως η ξακουστή σοδειά του 1811, που έγραψε αργότερα ιστορία στα σαλόνια.
Και τότε κάνει την κίνηση-ματ. Ρισκάρει, με ένα άνοιγμα στην Τσαρική Ρωσία, γιατί πιστεύει ότι θα «διψούν» για τη γλυκιά σαμπάνια της (κάθε φιάλη περιείχε 300γρ. ζάχαρη, διπλάσια ποσότητα από τα σημερινά γλυκά, αφρώδη κρασιά). Οι Ρώσοι τρελαίνονται με το γαλλικό προϊόν, σήμα- κατατεθέν της καλής ζωής, και το υποδέχονται με ενθουσιασμό. Μοναδικό εμπόδιο, η διακίνηση, που ήταν δύσκολη λόγω του πολέμου. Με στρατηγικές κινήσεις και την τύχη με το μέρος της, η δαιμόνια Barbe-Nicole βγάζει λαθραία μία μεγάλη ποσότητα, της καλύτερης σαμπάνιας της μέχρι το Άμστερνταμ και μόλις τελειώνει ο πόλεμος, τα κιβώτια ταξιδεύουν για Ρωσία, πολλές εβδομάδες πριν «ξυπνήσουν» οι ανταγωνιστές.
Καλύτερος διαφημιστής της στάθηκε ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α’, που δήλωσε ότι «είναι η μόνη σαμπάνια» που προτιμάει ο ουρανίσκος του. Και έτσι γίνεται το μπαμ!
Το όνομα της φίρμας, γίνεται γνωστό και συνώνυμο της ποιότητας, με αποτέλεσμα η παραγωγή να μην μπορεί να καλύψει τη ζήτηση.
Η εμπορική κατασκοπεία που απέτυχε
Με κάποιες καινοτόμες κινήσεις, στην τεχνολογία της παραγωγής, η Veuve Clicquot, έφτιαχνε πιο καθαρό ποτό, σε μεγάλη ποσότητα και γρηγορότερα από τους άλλους.
Κάτι που ενόχλησε, τον μεγάλο ανταγωνιστή, Jean-Rémy Moët, γιατί δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, ούτε με μεθόδους βιομηχανικής κατασκοπείας, αφού οι πιστοί εργαζόμενοι, της Barbe-Nicole δεν αποκάλυψαν ποτέ τα μυστικά, σε κανέναν.
Η πιστή χήρα
Μέχρι το θάνατο της «βασίλισσας της Σαμπάνιας» το 1866, η επιχείρηση Veuve Clicquot ήταν παγκόσμια, με εξαγωγές σε όλο τον κόσμο και πελάτες, όχι μόνο από την αριστοκρατία, αλλά κυρίως από την αναπτυσσόμενη τότε μεσαία τάξη.
Παρά το μέγεθος της αυτοκρατορίας της και το δυναμικό της χαρακτήρα, η παθιασμένη επιχειρηματίας δεν ταξίδεψε ποτέ εκτός Γαλλίας, υποταγμένη στις κοινωνικές επιταγές της εποχής, που δεν επέτρεπαν σε χήρες να ταξιδεύουν.
Η Barbe-Nicole δεν ξανά παντρεύτηκε ποτέ, γιατί όπως η ίδια έλεγε, θα έπρεπε να μοιραστεί το επιχειρηματικό της δημιούργημα και την περιουσία της με κάποιον σύζυγο. Ωστόσο, οι κουτσομπόλες της εποχής ψιθύριζαν ότι είχε προτίμηση στους νεαρούς εργάτες του οινοποιείου και είχε και κατά καιρούς στενές επαφές με συνεργάτες και εμπορικούς αντιπροσώπους.
Σε μία επιστολή της προς την εγγονή της, περιέγραφε αυτό που συνοψίζει την κοσμοθεωρία της. «Ο κόσμος κινείται, αλλάζει, πρέπει να ανακαλύψουμε τα πράγματα του αύριο. Πρέπει να προβλέπουμε και να προλαμβάνουμε τις εξελίξεις αποφασιστικά και με ευστροφία. Ζήσε με τόλμη!»
(Βασισμένο στο βιογραφικό βιβλίο, The Widow Clicquot, του Tilar Mazzeo)
mixanitouxronou.gr
Veuve: Χήρα
Clicquot, Francois: Νεαρός, φιλόδοξος οινοποιός, γόνος εύπορης οικογένειας, που πέθανε μικρός.
Veuve Clicquot: σημαίνει η «Χήρα του Clicquot» και εμπορικά είναι η δεύτερη σαμπάνια στον κόσμο, με ετήσιες πωλήσεις περίπου 1,5 εκατομμύριο φιάλες σε όλο τον κόσμο.
Πίσω από όλα αυτά τα γαλλικά όμως, υπάρχει μία ανατρεπτική ιστορία ζωής και μία δυναμική γυναίκα, που επέβαλε τη σαμπάνια στα βασιλικά σαλόνια.
Η χήρα που του Clicquot,
Η Barbe-Nicole, κόρη του Philippe Ponsardin, γνωστού, βιομήχανου υφασμάτων στη μικρή πόλη Ρεμς της Γαλλίας, γεννήθηκε λίγο πριν τη γαλλική επανάσταση, σε έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια, που στράφηκε κατά της Μοναρχίας. Έτσι οι Ponsardin, αν και Αριστοκράτες, πέρασαν στα μαλακά μέσα από τις βιαιότητες της Γαλλικής Επανάστασης.
Η Barbe-Nicole παντρεύτηκε τον Francois, γιο του επίσης βιομήχανου γείτονα, που από ανταγωνιστής έγινε συνέταιρος. Οι γάμοι έγιναν το 1798. Μπορεί να μην υπήρχε έρωτας, αλλά τους ένωσε η αγάπη για την επιχειρηματικότητα.
Ο Francois, ήταν ένας φιλόδοξος νέος, που δεν ήθελε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με τα υφάσματα. Φλερτάριζε με την οινοποιεία και αποφάσισε να ζητήσει τα ηνία μιας μικρής επιχείρησης, που ανήκε στο δυναμικό της οικογένειας, αλλά ήταν εντελώς παραμελημένη.
Τα σχέδιά του προκάλεσαν τη μήνιν του πατρός, καθώς οι καιροί ήταν χαλεποί και ξεκινούσαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Τα κρασιά, θεωρήθηκαν λοιπόν, ραπανάκια για την όρεξη, αλλά ο πατήρ υπέκυψε και υποχώρησε. Το νεαρό ζεύγος είχε πάθος και τόλμη, ίσως και την ελαφρότητα της νεαρής ηλικίας τους.
Η γιαγιά της Barbe-Nicole, τους μετέδωσε την τεχνογνωσία, που είχε από την οικογένειά της και έστησαν το «μαγαζάκι» τους, βλέποντας, μαθαίνοντας και κάνοντας. Όμως, το 1805, 6 χρόνια μετά από τον γάμο τους, ο Francois αρρώστησε, παρουσίασε υψηλό πυρετό και μέσα σε 12 ημέρες, πέθανε.
Κάποιοι μίλησαν για αυτοκτονία, λόγω της απογοήτευσης του για τα σχέδια που δεν «του βγήκαν», άλλοι για τύφο.
Βαρύ πένθος έπεσε στις δύο οικογένειες, και ο πατέρας του αποφάσισε να κλείσει την οινοποιεία, θεωρώντας την υπεύθυνη για την κατάρρευση του μοναχογιού του.
Η νύφη του όμως ήταν τολμηρή και αποφασιστική. Ζήτησε από τον δαιμόνιο και δύστροπο πεθερό, να επενδύσει στην επιχείρηση της ένα εκατομμύριο δολάρια (σε σημερινές τιμές) και να ρισκάρει για το όραμα του γιού του… Η νεαρή χήρα τον έπεισε.
Μοναδικός όρος που της έθεσε ο πεθερός ήταν να συνεταιριστεί, για ένα διάστημα, με τον διάσημο παραγωγό σαμπάνιας, της εποχής, Alexandre Fourneaux, να μάθει τη δουλειά και αν αξίζει, να πορευθεί στη συνέχεια, μόνη. Ο συνεταιρισμός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά η τολμηρή Barbe-Nicole ξαναχτύπησε την πόρτα του πεθερού, σε αναζήτηση νέου δανείου. Το οποίο και πήρε τελικά.
Εκείνη την εποχή τελειώνει ο πόλεμος. Και η επιχείρηση βρίσκεται πριν τη χρεοκοπία. Στα κελάρια της χήρας βρίσκεται όμως η ξακουστή σοδειά του 1811, που έγραψε αργότερα ιστορία στα σαλόνια.
Και τότε κάνει την κίνηση-ματ. Ρισκάρει, με ένα άνοιγμα στην Τσαρική Ρωσία, γιατί πιστεύει ότι θα «διψούν» για τη γλυκιά σαμπάνια της (κάθε φιάλη περιείχε 300γρ. ζάχαρη, διπλάσια ποσότητα από τα σημερινά γλυκά, αφρώδη κρασιά). Οι Ρώσοι τρελαίνονται με το γαλλικό προϊόν, σήμα- κατατεθέν της καλής ζωής, και το υποδέχονται με ενθουσιασμό. Μοναδικό εμπόδιο, η διακίνηση, που ήταν δύσκολη λόγω του πολέμου. Με στρατηγικές κινήσεις και την τύχη με το μέρος της, η δαιμόνια Barbe-Nicole βγάζει λαθραία μία μεγάλη ποσότητα, της καλύτερης σαμπάνιας της μέχρι το Άμστερνταμ και μόλις τελειώνει ο πόλεμος, τα κιβώτια ταξιδεύουν για Ρωσία, πολλές εβδομάδες πριν «ξυπνήσουν» οι ανταγωνιστές.
Καλύτερος διαφημιστής της στάθηκε ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α’, που δήλωσε ότι «είναι η μόνη σαμπάνια» που προτιμάει ο ουρανίσκος του. Και έτσι γίνεται το μπαμ!
Το όνομα της φίρμας, γίνεται γνωστό και συνώνυμο της ποιότητας, με αποτέλεσμα η παραγωγή να μην μπορεί να καλύψει τη ζήτηση.
Η εμπορική κατασκοπεία που απέτυχε
Με κάποιες καινοτόμες κινήσεις, στην τεχνολογία της παραγωγής, η Veuve Clicquot, έφτιαχνε πιο καθαρό ποτό, σε μεγάλη ποσότητα και γρηγορότερα από τους άλλους.
Κάτι που ενόχλησε, τον μεγάλο ανταγωνιστή, Jean-Rémy Moët, γιατί δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, ούτε με μεθόδους βιομηχανικής κατασκοπείας, αφού οι πιστοί εργαζόμενοι, της Barbe-Nicole δεν αποκάλυψαν ποτέ τα μυστικά, σε κανέναν.
Η πιστή χήρα
Μέχρι το θάνατο της «βασίλισσας της Σαμπάνιας» το 1866, η επιχείρηση Veuve Clicquot ήταν παγκόσμια, με εξαγωγές σε όλο τον κόσμο και πελάτες, όχι μόνο από την αριστοκρατία, αλλά κυρίως από την αναπτυσσόμενη τότε μεσαία τάξη.
Παρά το μέγεθος της αυτοκρατορίας της και το δυναμικό της χαρακτήρα, η παθιασμένη επιχειρηματίας δεν ταξίδεψε ποτέ εκτός Γαλλίας, υποταγμένη στις κοινωνικές επιταγές της εποχής, που δεν επέτρεπαν σε χήρες να ταξιδεύουν.
Η Barbe-Nicole δεν ξανά παντρεύτηκε ποτέ, γιατί όπως η ίδια έλεγε, θα έπρεπε να μοιραστεί το επιχειρηματικό της δημιούργημα και την περιουσία της με κάποιον σύζυγο. Ωστόσο, οι κουτσομπόλες της εποχής ψιθύριζαν ότι είχε προτίμηση στους νεαρούς εργάτες του οινοποιείου και είχε και κατά καιρούς στενές επαφές με συνεργάτες και εμπορικούς αντιπροσώπους.
Σε μία επιστολή της προς την εγγονή της, περιέγραφε αυτό που συνοψίζει την κοσμοθεωρία της. «Ο κόσμος κινείται, αλλάζει, πρέπει να ανακαλύψουμε τα πράγματα του αύριο. Πρέπει να προβλέπουμε και να προλαμβάνουμε τις εξελίξεις αποφασιστικά και με ευστροφία. Ζήσε με τόλμη!»
(Βασισμένο στο βιογραφικό βιβλίο, The Widow Clicquot, του Tilar Mazzeo)
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου